- φθόρῳ
- φθόροςpestilent fellowmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φθόρωι — φθόρῳ , φθόρος pestilent fellow masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθροφθορώ — λαθροφθορῶ, έω (Α) διαφθείρω κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + φθορῶ (< φθόρος < φθείρω), πρβλ. θυμο φθορώ, οικο φθορώ] … Dictionary of Greek
σωματοφθορώ — έω, Α καταστρέφω το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + φθορῶ (< φθόρος < φθείρω), πρβλ. κατοικο φθορῶ, οικο φθορῶ] … Dictionary of Greek
μιαιφθορώ — μιαιφθορῶ, έω (Α) διαπράττω αιμομιξία, συνευρίσκομαι με μητέρα, αδελφή ή κόρη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι (βλ. λ. μιαίνω) + φθορῶ, μέσω ενός αμάρτυρου τ. *μιαιφθόρος (πρβλ. θυμο φθορώ)] … Dictionary of Greek
στρωματοφθορώ — έω, Α φθείρω τα στρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, ώματος + φθορῶ (< φθόρος < φθείρω), πρβλ. οικο φθορώ] … Dictionary of Greek